παραξενιά

παραξενιά
η
το φέρσιμο του παράξενου ανθρώπου, η ιδιοτροπία, η ασυνήθιστη συμπεριφορά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραξενιά — η [παράξενος] ιδιοτροπία, δυστροπία («καθένας με τις παραξενιές του») …   Dictionary of Greek

  • παραξενιάζω — [παραξενιά] γίνομαι παράξενος, ιδιότροπος, παραξενεύω …   Dictionary of Greek

  • αμάθεια — η (Α ἀμαθία) [αμαθής] έλλειψη γνώσεων, άγνοια, απειρία, αδαημοσύνη νεοελλ. έλλειψη στοιχειωδών γραμματικών γνώσεων, αγραμματοσύνη, αμορφωσιά αρχ. 1. το να είναι κανείς αγροίκος, ακαλλιέργητος, απαίδευτος 2. αγένεια, απρέπεια 3. ιδιοτροπία,… …   Dictionary of Greek

  • δυσκολία — και δυσκολιά, η (AM δυσκολία) 1. δυστροπία, παραξενιά 2. δυσχέρεια («δυσκολίες τής ζωής») 3. εμπόδιο, κώλυμα («πάει στα κάστρα χωρίς νά βρη δυσκολία», Σολωμ.) νεοελλ. βάσανο, στενοχώρια («τσ δυσκολιές μου σήκωνε», Ερωφ.) …   Dictionary of Greek

  • ζαβάδα — και ζαβάγρα και ζαβιά, η (Μ ζαβάδα και ζαβάγρα) [ζαβός] 1. η ιδιότητα τού ζαβού*, σκολιότητα, διαστροφή, στράβωμα, λοξάδα, κάμψη ενός πράγματος, η κακοτεχνία («η πόρτα έχει κάποια ζαβάδα») 2. (μτφ. για ανθρώπους) α) σκολιότητα χαρακτήρα,… …   Dictionary of Greek

  • ζαβός — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από την Ιθάκη. 1. Βασίλειος. Διετέλεσε βουλευτής της Ιονίου πολιτείας. Σπούδασε στην Ιταλία ιατρική, μαθηματικά και φιλοσοφία και αργότερα επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου ασχολήθηκε με την πολιτική.… …   Dictionary of Greek

  • ιδιορρυθμία — η (ΑΜ ἰδιορρυθμία) [ιδιόρρυθμος] ο ιδιαίτερος, ο ξεχωριστός τρόπος ζωής νεοελλ. 1. ιδιαιτερότητα 2. παραξενιά, ιδιοτροπία …   Dictionary of Greek

  • ιδιοτροπία — η (Α ἰδιοτροπία) [ιδιότροπος] 1. η ιδιότητα τού ιδιότροπου, η ιδιορρυθμία, η ιδιοτυπία 2. δυστροπία, παραξενιά, στρυφνότητα αρχ. 1. ιδιαίτερος τρόπος 2. ιδιοσυγκρασία …   Dictionary of Greek

  • κακογνωμία — και κακογνωμιά, η (Μ κακογνωμία) [κακόγνωμος] δυστροπία, ιδιοτροπία, παραξενιά, κακή κρίση, πείσμα μσν. κακοφροσύνη …   Dictionary of Greek

  • καπρίτσιο — (capriccio). Όρος που απαντά στις εικαστικές τέχνες και κυρίως στη μουσική. (Ζωγρ.) Ζωγραφικό και κυρίως χαρακτικό είδος. Άκμασε τον 17ο και τον 18ο αι. και διακρίθηκε για την ελεύθερη φαντασία και την επινοητικότητα που επιδείκνυε. Αν και οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”